-
1 περιστροφή
-
2 περιστροφῇ
-
3 περιστροφη
-
4 περιστροφή
περιστροφήturning: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 περιστροφή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 50,5turning round, parade, procession; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst the people, surrounded by the people -
6 περιστροφή
περιστροφ-ή, ἡ,A turning or spinning round, ; ἄστρων περιστροφαί courses of the stars, S.Fr.432.8 ;κόσμου Euc. Phaen.p.8
M.;τοῦ ἡλίου Hld.1.18
, etc. ; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst them, LXXSi.50.5 : pl., contortions, Gal.15.126 ; whorls in hairgrowth,δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ Heph.Astr.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφή
-
7 περιστροφή
η вращение, круговое движение; поворачивание -
8 περιστροφή
[пэристрофи] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιστροφή
-
9 περιστροφή
[пэристрофи] ουσ 9. вращение, поворот, оборот. -
10 περιστροφή
περι-στροφή, ἡ. das Umdrehen, Umkreisen; das Sichumwenden; Umgang, Verkehr -
11 περιστροφή
dönüş, dönme, devir, dolanma -
12 περιστροφή
evasionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιστροφή
-
13 περιστροφαί
περιστροφήturning: fem nom /voc pl -
14 περιστροφήν
περιστροφήturning: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 döngü
περιστροφή, κυκλώνας -
16 tedvir
περιστροφή, στροφή -
17 вращение
η περιστροφή, το γύρισμαлевое - см. - против часовой стрелки обратное - αντίθετη -правое - см. - по часовой стрелке - против часовой стрелки η στροφή κατά φοράν αντίθετη των δεικτών του (ω)ρολογιούсуточное - (астр) η ημερήσια κίνηση/περιστροφή (της Γης περί/γύρω από τον άξονα της)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращение
-
18 вращение
-
19 περιστροφήι
-
20 περιστροφῆι
См. также в других словарях:
περιστροφῇ — περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφή — Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x … Dictionary of Greek
περιστροφή — η 1. κυκλική κίνηση, στριφογύρισμα: Η περιστροφή των ουράνιων σωμάτων. 2. μτφ., υπεκφυγή, προσπάθεια να φύγει κανείς από το θέμα συζήτησης ή να πει αυτό που θέλει με ήπιο τρόπο: Χωρίς περιστροφές πες μας τι θέλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορική περιστροφή — (Αστρον.). Η περιστροφή διαφορετικών τμημάτων ενός συστήματος με διαφορετικές ταχύτητες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ένα σύστημα, όπως ένας αστέρας, που αποτελείται βασικά από αέρια. Σε ένα στερεό σώμα, όπως η Γη, όλα τα τμήματα… … Dictionary of Greek
περιστροφῆι — περιστροφῇ , περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαῖς — περιστροφή turning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφαί — περιστροφή turning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῆς — περιστροφή turning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφήν — περιστροφή turning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστροφῶν — περιστροφή turning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)